Translation meaning & definition of the word "fluorine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φθόριο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fluorine
[Φθόριο]/flʊrin/
noun
1. A nonmetallic univalent element belonging to the halogens
- Usually a yellow irritating toxic flammable gas
- A powerful oxidizing agent
- Recovered from fluorite or cryolite or fluorapatite
- synonym:
- fluorine ,
- F ,
- atomic number 9
1. Ένα μη μεταλλικό μοναδικό στοιχείο που ανήκει στα αλογόνα
- Συνήθως ένα κίτρινο ερεθιστικό τοξικό εύφλεκτο αέριο
- Ένας ισχυρός οξειδωτικός παράγοντας
- Ανάκτηση από φθορίτη ή κρυολίτη ή φθοροαπατίτη
- συνώνυμο:
- φθόριο ,
- Φ ,
- ατομικός αριθμός 9