Translation meaning & definition of the word "fluoride" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φθόριο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fluoride
[Φθοριούχο]/flʊraɪd/
noun
1. A salt of hydrofluoric acid
- synonym:
- fluoride
1. Άλας του υδροφθορικού οξέος
- συνώνυμο:
- φθοριούχο