Translation meaning & definition of the word "fluorescent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φθορισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fluorescent
[Φθορίζοντα]/flʊrɛsənt/
noun
1. A lighting fixture that uses a fluorescent lamp
- synonym:
- fluorescent ,
- fluorescent fixture
1. Ένα φωτιστικό που χρησιμοποιεί ένα λαμπτήρα φθορισμού
- συνώνυμο:
- φθορισμού ,
- φθορίζον φωτιστικό
adjective
1. Emitting light during exposure to radiation from an external source
- synonym:
- fluorescent
1. Εκπομπή φωτός κατά την έκθεση σε ακτινοβολία από εξωτερική πηγή
- συνώνυμο:
- φθορισμού
2. Brilliantly colored and apparently giving off light
- "Fluorescent colors"
- synonym:
- fluorescent
2. Εξαιρετικά χρωματισμένο και προφανώς εκπέμπει φως
- "Φθορίζοντα χρώματα"
- συνώνυμο:
- φθορισμού