Translation meaning & definition of the word "flunk" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αναβοσβήνει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flunk
[Ανατινάζω]/fləŋk/
noun
1. Failure to reach a minimum required performance
- "His failing the course led to his disqualification"
- "He got two flunks on his report"
- synonym:
- failing ,
- flunk
1. Αδυναμία επίτευξης ελάχιστης απαιτούμενης απόδοσης
- "Η αποτυχία της πορείας οδήγησε στον αποκλεισμό του"
- "Πήρε δύο κομμάτια στην έκθεσή του"
- συνώνυμο:
- αποτυχία ,
- παραπαίω
verb
1. Fail to get a passing grade
- "She studied hard but failed nevertheless"
- "Did i fail the test?"
- synonym:
- fail ,
- flunk ,
- bomb ,
- flush it
1. Αποτύχει να πάρει έναν περαστικό βαθμό
- "Μελέτησε σκληρά αλλά απέτυχε παρ' όλα αυτά"
- "Απέτυχα στο τεστ?"
- συνώνυμο:
- αποτυγχάνω ,
- παραπαίω ,
- βόμβα ,
- ξεπλύνετε