Translation meaning & definition of the word "fluid" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρευστό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fluid
[Υγρό]/fluəd/
noun
1. A substance that is fluid at room temperature and pressure
- synonym:
- fluid
1. Μια ουσία που είναι ρευστή σε θερμοκρασία δωματίου και πίεση
- συνώνυμο:
- υγρό
2. Continuous amorphous matter that tends to flow and to conform to the outline of its container: a liquid or a gas
- synonym:
- fluid
2. Συνεχής άμορφη ύλη που τείνει να ρέει και να συμμορφώνεται με το περίγραμμα του δοχείου της: ένα υγρό ή ένα αέριο
- συνώνυμο:
- υγρό
adjective
1. Subject to change
- Variable
- "A fluid situation fraught with uncertainty"
- "Everything was unstable following the coup"
- synonym:
- fluid ,
- unstable
1. Υπόκειται σε αλλαγή
- Μεταβλητός
- "Μια ρευστή κατάσταση γεμάτη αβεβαιότητα"
- "Όλα ήταν ασταθή μετά το πραξικόπημα"
- συνώνυμο:
- υγρό ,
- ασταθής
2. Characteristic of a fluid
- Capable of flowing and easily changing shape
- synonym:
- fluid ,
- runny
2. Χαρακτηριστικό ενός υγρού
- Ικανό να ρέει και να αλλάζει εύκολα το σχήμα
- συνώνυμο:
- υγρό ,
- τρέχων
3. Smooth and unconstrained in movement
- "A long, smooth stride"
- "The fluid motion of a cat"
- "The liquid grace of a ballerina"
- synonym:
- fluent ,
- fluid ,
- liquid ,
- smooth
3. Ομαλή και απεριόριστη σε κίνηση
- "Μακρύ, ομαλό βήμα"
- "Η ρευστή κίνηση μιας γάτας"
- "Η υγρή χάρη μιας μπαλαρίνας"
- συνώνυμο:
- άπταιστος ,
- υγρό ,
- ομαλός
4. In cash or easily convertible to cash
- "Liquid (or fluid) assets"
- synonym:
- fluid ,
- liquid
4. Σε μετρητά ή εύκολα μετατρέψιμο σε μετρητά
- "Υγρό ( ρευστό) περιουσιακά στοιχεία"
- συνώνυμο:
- υγρό
5. Affording change (especially in social status)
- "Britain is not a truly fluid society"
- "Upwardly mobile"
- synonym:
- fluid ,
- mobile
5. Προσφέροντας αλλαγή (ειδικά στην κοινωνική θέση)
- "Η βρετανία δεν είναι μια πραγματικά ρευστή κοινωνία"
- "Εξωστρεφώς κινητό"
- συνώνυμο:
- υγρό ,
- κινητό
Examples of using
Instead of ink there was some kind of strange fluid in the bottle.
Αντί για μελάνι υπήρχε κάποιο είδος παράξενου υγρού στο μπουκάλι.