Translation meaning & definition of the word "fluctuate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαφοροποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fluctuate
[Διακυμάνσεισ]/fləkʧəwet/
verb
1. Cause to fluctuate or move in a wavelike pattern
- synonym:
- fluctuate
1. Αιτία για να κυμαίνεται ή να κινείται σε ένα μοτίβο καμπάνας
- συνώνυμο:
- κυμαίνεται
2. Move or sway in a rising and falling or wavelike pattern
- "The line on the monitor vacillated"
- synonym:
- fluctuate ,
- vacillate ,
- waver
2. Μετακίνηση ή επηρεάζουν σε ένα ανερχόμενο και πτωτικό ή μοτίβο
- "Η γραμμή στην οθόνη εκκενώθηκε"
- συνώνυμο:
- κυμαίνεται ,
- εκκενώνω ,
- αμφιταλαντευόμενοσ
3. Be unstable
- "The stock market fluctuates"
- synonym:
- fluctuate
3. Είμαι ασταθής
- "Το χρηματιστήριο κυμαίνεται"
- συνώνυμο:
- κυμαίνεται