Translation meaning & definition of the word "flu" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γρίπη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flu
[Γρίπη]/flu/
noun
1. An acute febrile highly contagious viral disease
- synonym:
- influenza ,
- flu ,
- grippe
1. Οξεία εμπύρετη εξαιρετικά μεταδοτική ιογενής νόσος
- συνώνυμο:
- γρίπη ,
- παλιοσίδερο
Examples of using
I think I'm coming down with the flu.
Νομίζω ότι πέφτω με τη γρίπη.
I got the flu.
Πήρα τη γρίπη.
Last week my mother came down with the flu.
Την περασμένη εβδομάδα η μητέρα μου κατέβηκε με γρίπη.