Translation meaning & definition of the word "flowing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ροή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flowing
[Ρέει]/floʊɪŋ/
noun
1. The motion characteristic of fluids (liquids or gases)
- synonym:
- flow ,
- flowing
1. Το χαρακτηριστικό κίνησης των υγρών (λικυδών ή αερίων)
- συνώνυμο:
- ροή ,
- ρέω
adjective
1. Designed or arranged to offer the least resistant to fluid flow
- "A streamlined convertible"
- synonym:
- streamlined ,
- aerodynamic ,
- flowing ,
- sleek
1. Σχεδιασμένος ή διατεταγμένος για να προσφέρει τη λιγότερο ανθεκτική στη ροή ρευστού
- "Βελτιωμένο μετατρέψιμο"
- συνώνυμο:
- βελτιωμένη ,
- αεροδυναμική ,
- ρέω ,
- λεπτόσ
Examples of using
Tears were flowing down her cheeks.
Δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά της.
The girl had flowing hair.
Το κορίτσι είχε τρεχούμενα μαλλιά.