Translation meaning & definition of the word "flowery" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λουλούδι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flowery
[Λουλούδι]/flaʊəri/
adjective
1. Of or relating to or suggestive of flowers
- "A flowery hat"
- "Flowery wine"
- synonym:
- flowery
1. Από ή σχετίζονται ή υποδηλώνουν λουλούδια
- "Ένα ανθισμένο καπέλο"
- "Λουλουδένιο κρασί"
- συνώνυμο:
- ανθισμένοσ
2. Marked by elaborate rhetoric and elaborated with decorative details
- "A flowery speech"
- "Ornate rhetoric taught out of the rule of plato"-john milton
- synonym:
- flowery ,
- ornate
2. Σημαδεμένο από περίτεχνη ρητορική και επεξεργασμένο με διακοσμητικές λεπτομέρειες
- "Ανθισμένη ομιλία"
- "Η ρητορική του πορνό δίδαξε από την κυριαρχία του πλάτωνα" - τζον μίλτον
- συνώνυμο:
- ανθισμένοσ ,
- περίτεχνοσ