Translation meaning & definition of the word "flowered" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανθισμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flowered
[Ανθίζει]/flaʊərd/
adjective
1. Resembling or made of or suggestive of flowers
- "An unusual floral design"
- synonym:
- floral ,
- flowered
1. Μοιάζει ή είναι κατασκευασμένο από ή υποδηλώνει λουλούδια
- "Ένα ασυνήθιστο σχέδιο λουλουδιών"
- συνώνυμο:
- λουλουδάτοσ ,
- ανθισμένος