Translation meaning & definition of the word "flower" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λουλούδι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flower
[Λουλούδι]/flaʊər/
noun
1. A plant cultivated for its blooms or blossoms
- synonym:
- flower
1. Ένα φυτό που καλλιεργείται για τα άνθη ή τα άνθη του
- συνώνυμο:
- λουλούδι
2. Reproductive organ of angiosperm plants especially one having showy or colorful parts
- synonym:
- flower ,
- bloom ,
- blossom
2. Αναπαραγωγικό όργανο των φυτών του αγγειοσπέρματος, ειδικά εκείνο που έχει επιδεικτικά ή πολύχρωμα μέρη
- συνώνυμο:
- λουλούδι ,
- ανθίζω ,
- άνθος
3. The period of greatest prosperity or productivity
- synonym:
- flower ,
- prime ,
- peak ,
- heyday ,
- bloom ,
- blossom ,
- efflorescence ,
- flush
3. Η περίοδος της μεγαλύτερης ευημερίας ή παραγωγικότητας
- συνώνυμο:
- λουλούδι ,
- πρώτοσ ,
- κορυφή ,
- εβδομάδα ,
- ανθίζω ,
- άνθος ,
- εξάνθημα ,
- επίπλευση
verb
1. Produce or yield flowers
- "The cherry tree bloomed"
- synonym:
- bloom ,
- blossom ,
- flower
1. Παράγετε ή αποδίδετε λουλούδια
- "Η κερασιά άνθισε"
- συνώνυμο:
- ανθίζω ,
- άνθος ,
- λουλούδι
Examples of using
The flower is red.
Το λουλούδι είναι κόκκινο.
The flower withered for lack of water.
Το λουλούδι μαραίνεται από την έλλειψη νερού.
Pin the flower on your lapel.
Καρφιτσώστε το λουλούδι στο πέτο σας.