Translation meaning & definition of the word "flow" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ροή" στην ελληνική γλώσσα
Flow
[Ροή]noun
1. The motion characteristic of fluids (liquids or gases)
- synonym:
- flow ,
- flowing
1. Το χαρακτηριστικό κίνησης των υγρών (λικυδών ή αερίων)
- συνώνυμο:
- ροή ,
- ρέω
2. The amount of fluid that flows in a given time
- synonym:
- flow ,
- flow rate ,
- rate of flow
2. Η ποσότητα του υγρού που ρέει σε μια δεδομένη χρονική στιγμή
- συνώνυμο:
- ροή ,
- ρυθμός ροής
3. The act of flowing or streaming
- Continuous progression
- synonym:
- flow ,
- stream
3. Η πράξη της ροής ή της ροής
- Συνεχής εξέλιξη
- συνώνυμο:
- ροή ,
- ρεύμα
4. Any uninterrupted stream or discharge
- synonym:
- flow
4. Οποιαδήποτε αδιάλειπτη ροή ή εκφόρτιση
- συνώνυμο:
- ροή
5. Something that resembles a flowing stream in moving continuously
- "A stream of people emptied from the terminal"
- "The museum had planned carefully for the flow of visitors"
- synonym:
- stream ,
- flow
5. Κάτι που μοιάζει με ένα ρέον ρεύμα σε κίνηση συνεχώς
- "Ένα ρεύμα ανθρώπων αδειάζει από το τερματικό"
- "Το μουσείο είχε προγραμματίσει προσεκτικά για τη ροή των επισκεπτών"
- συνώνυμο:
- ρεύμα ,
- ροή
6. Dominant course (suggestive of running water) of successive events or ideas
- "Two streams of development run through american history"
- "Stream of consciousness"
- "The flow of thought"
- "The current of history"
- synonym:
- stream ,
- flow ,
- current
6. Κυρίαρχο μάθημα (υποστηρικτικό τρεχούμενου νερού) διαδοχικών γεγονότων ή ιδεών
- "Δύο ρεύματα ανάπτυξης διατρέχουν την αμερικανική ιστορία"
- "Το ρεύμα της συνείδησης"
- "Η ροή της σκέψης"
- "Το ρεύμα της ιστορίας"
- συνώνυμο:
- ρεύμα ,
- ροή
7. The monthly discharge of blood from the uterus of nonpregnant women from puberty to menopause
- "The women were sickly and subject to excessive menstruation"
- "A woman does not take the gout unless her menses be stopped"--hippocrates
- "The semen begins to appear in males and to be emitted at the same time of life that the catamenia begin to flow in females"--aristotle
- synonym:
- menstruation ,
- menses ,
- menstruum ,
- catamenia ,
- period ,
- flow
7. Η μηνιαία απόρριψη αίματος από τη μήτρα των μη έγκυων γυναικών από την εφηβεία έως την εμμηνόπαυση
- "Οι γυναίκες ήταν άρρωστες και υπόκεινται σε υπερβολική εμμηνόρροια"
- "Μια γυναίκα δεν παίρνει την ουρική αρθρίτιδα, εκτός αν σταματήσουν τα ανδρικά της"-ιπποκράτης
- "Το σπέρμα αρχίζει να εμφανίζεται στα αρσενικά και να εκπέμπεται ταυτόχρονα με τη ζωή ότι η καταμένια αρχίζει να ρέει στα θηλυκά"
- συνώνυμο:
- εμμηνόρροια ,
- αναλογίεσ ,
- καταμένια ,
- περίοδος ,
- ροή
verb
1. Move or progress freely as if in a stream
- "The crowd flowed out of the stadium"
- synonym:
- flow ,
- flux
1. Μετακινήστε ή προχωρήστε ελεύθερα σαν σε ένα ρεύμα
- "Το πλήθος έτρεξε έξω από το γήπεδο"
- συνώνυμο:
- ροή
2. Move along, of liquids
- "Water flowed into the cave"
- "The missouri feeds into the mississippi"
- synonym:
- run ,
- flow ,
- feed ,
- course
2. Μετακίνηση, από υγρά
- "Το νερό έρεε στη σπηλιά"
- "Το μιζούρι τρέφεται με τον μισισιπή"
- συνώνυμο:
- τρέχω ,
- ροή ,
- τροφή ,
- μάθημα
3. Cause to flow
- "The artist flowed the washes on the paper"
- synonym:
- flow
3. Αιτία της ροής
- "Ο καλλιτέχνης έρεε τις πλύσεις στο χαρτί"
- συνώνυμο:
- ροή
4. Be abundantly present
- "The champagne flowed at the wedding"
- synonym:
- flow
4. Να είστε άφθονα παρόντες
- "Η σαμπάνια κυλούσε στο γάμο"
- συνώνυμο:
- ροή
5. Fall or flow in a certain way
- "This dress hangs well"
- "Her long black hair flowed down her back"
- synonym:
- hang ,
- fall ,
- flow
5. Πτώση ή ροή με έναν συγκεκριμένο τρόπο
- "Αυτό το φόρεμα κρέμεται καλά"
- "Τα μακριά μαύρα μαλλιά της έρρεαν κάτω από την πλάτη της"
- συνώνυμο:
- κρεμάστε ,
- πέφτω ,
- ροή
6. Cover or swamp with water
- synonym:
- flow
6. Καλύψτε ή βάλτε με νερό
- συνώνυμο:
- ροή
7. Undergo menstruation
- "She started menstruating at the age of 11"
- synonym:
- menstruate ,
- flow
7. Υποβάλλομαι σε εμμηνόρροια
- "Ξεκίνησε να εμμηνορροεί στην ηλικία των 11 ετών"
- συνώνυμο:
- εμμηνορρυσία ,
- ροή