Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "flourish" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλεύρι" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Flourish

[Ανθίζω]
/flərɪʃ/

noun

1. A showy gesture

  • "She entered with a great flourish"
    synonym:
  • flourish

1. Μια επίδειξη χειρονομία

  • "Μπήκε με μια μεγάλη άνθηση"
    συνώνυμο:
  • ανθίζω

2. An ornamental embellishment in writing

    synonym:
  • flourish

2. Ένα διακοσμητικό διακοσμητικό γραπτώς

    συνώνυμο:
  • ανθίζω

3. A display of ornamental speech or language

    synonym:
  • flourish

3. Εμφάνιση διακοσμητικής ομιλίας ή γλώσσας

    συνώνυμο:
  • ανθίζω

4. The act of waving

    synonym:
  • flourish
  • ,
  • brandish

4. Η πράξη του κυματισμού

    συνώνυμο:
  • ανθίζω
  • ,
  • μαρκαριστήσ

5. (music) a short lively tune played on brass instruments

  • "He entered to a flourish of trumpets"
  • "Her arrival was greeted with a rousing fanfare"
    synonym:
  • flourish
  • ,
  • fanfare
  • ,
  • tucket

5. (μουσική) μια σύντομη ζωντανή μελωδία που παίζεται σε ορειχάλκινα όργανα

  • "Μπήκε σε μια άνθηση τρομπετών"
  • "Η άφιξή της έγινε δεκτή με έναν φανφάρα της αποθήκευσης"
    συνώνυμο:
  • ανθίζω
  • ,
  • φανφάρεσ
  • ,
  • τουκέτο

verb

1. Grow vigorously

  • "The deer population in this town is thriving"
  • "Business is booming"
    synonym:
  • boom
  • ,
  • thrive
  • ,
  • flourish
  • ,
  • expand

1. Αναπτυχθούν δυναμικά

  • "Ο πληθυσμός των ελαφιών σε αυτή την πόλη ακμάζει"
  • "Η επιχείρηση ανθεί"
    συνώνυμο:
  • βραχίονασ
  • ,
  • ευδοκιμεί
  • ,
  • ανθίζω
  • ,
  • επεκτείνω

2. Make steady progress

  • Be at the high point in one's career or reach a high point in historical significance or importance
  • "The new student is thriving"
    synonym:
  • thrive
  • ,
  • prosper
  • ,
  • fly high
  • ,
  • flourish

2. Κάντε σταθερή πρόοδο

  • Να είστε στο υψηλό σημείο της καριέρας σας ή να φτάσετε σε ένα υψηλό σημείο ιστορικής σημασίας ή σημασίας
  • "Ο νέος μαθητής αναπτύσσεται"
    συνώνυμο:
  • ευδοκιμεί
  • ,
  • ευημερώνω
  • ,
  • πετάω ψηλά
  • ,
  • ανθίζω

3. Move or swing back and forth

  • "She waved her gun"
    synonym:
  • brandish
  • ,
  • flourish
  • ,
  • wave

3. Μετακίνηση ή ταλάντευση εμπρός και πίσω

  • "Κυμάτισε το όπλο της"
    συνώνυμο:
  • μαρκαριστήσ
  • ,
  • ανθίζω
  • ,
  • κύμα

Examples of using

Liberty, as we all know, cannot flourish in a country that is permanently on a war footing, or even a near war footing. Permanent crisis justifies permanent control of everybody and everything by the agencies of central government.
Η ελευθερία, όπως όλοι γνωρίζουμε, δεν μπορεί να ανθίσει σε μια χώρα που βρίσκεται μόνιμα σε πολεμική βάση ή ακόμα και σε πολεμική βάση. Η μόνιμη κρίση δικαιολογεί τον μόνιμο έλεγχο όλων και όλων από τις υπηρεσίες της κεντρικής κυβέρνησης.