Translation meaning & definition of the word "flour" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλεύρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flour
[Αλεύρι]/flaʊər/
noun
1. Fine powdery foodstuff obtained by grinding and sifting the meal of a cereal grain
- synonym:
- flour
1. Λεπτή σκόνη τροφίμων που λαμβάνονται με τη λείανση και την κοσκίνηση του γεύματος ενός κόκκου δημητριακών
- συνώνυμο:
- αλεύρι
verb
1. Cover with flour
- "Flour fish or meat before frying it"
- synonym:
- flour
1. Καλύψτε με αλεύρι
- "Αλεύρι ή κρέας πριν το τηγάνισμα"
- συνώνυμο:
- αλεύρι
2. Convert grain into flour
- synonym:
- flour
2. Μετατρέψτε το σιτάρι σε αλεύρι
- συνώνυμο:
- αλεύρι
Examples of using
How much is rye flour?
Πόσο είναι το αλεύρι σίκαλης?
Put the flour on the shelf.
Βάλτε το αλεύρι στο ράφι.
He bought flour and oil in quantity.
Αγόρασε αλεύρι και λάδι σε ποσότητα.