Translation meaning & definition of the word "flotilla" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "φλότιλλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flotilla
[Στολίσκοσ]/floʊtɪlə/
noun
1. A united states navy fleet consisting of two or more squadrons of small warships
- synonym:
- flotilla
1. Ένας στόλος του ναυτικού των ηνωμένων πολιτειών που αποτελείται από δύο ή περισσότερες μοίρες μικρών πολεμικών πλοίων
- συνώνυμο:
- στολίσκοσ
2. A fleet of small craft
- synonym:
- flotilla
2. Ένας στόλος μικρών σκαφών
- συνώνυμο:
- στολίσκοσ