Translation meaning & definition of the word "floss" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νήμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Floss
[Χνούδι]/flɑs/
noun
1. A soft loosely twisted thread used in embroidery
- synonym:
- floss
1. Ένα μαλακό χαλαρά στριμμένο νήμα που χρησιμοποιείται στο κέντημα
- συνώνυμο:
- νήμα
2. A soft thread for cleaning the spaces between the teeth
- synonym:
- dental floss ,
- floss
2. Ένα μαλακό νήμα για τον καθαρισμό των χώρων μεταξύ των δοντιών
- συνώνυμο:
- οδοντικό νήμα ,
- νήμα
verb
1. Use dental floss to clean
- "Floss your teeth after every meal"
- synonym:
- floss
1. Χρησιμοποιήστε οδοντικό νήμα για να καθαρίσετε
- "Αφήστε τα δόντια σας μετά από κάθε γεύμα"
- συνώνυμο:
- νήμα