Translation meaning & definition of the word "florist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανθοπωλείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Florist
[Ανθοπωλείο]/flɑrɪst/
noun
1. Someone who grows and deals in flowers
- "The florist made up an attractive bouquet"
- synonym:
- florist
1. Κάποιος που μεγαλώνει και ασχολείται με λουλούδια
- "Ο ανθοπώλης αποτελούσε ένα ελκυστικό μπουκέτο"
- συνώνυμο:
- ανθοπωλείο
2. A shop where flowers and ornamental plants are sold
- synonym:
- florist ,
- florist shop ,
- flower store
2. Ένα κατάστημα όπου πωλούνται λουλούδια και διακοσμητικά φυτά
- συνώνυμο:
- ανθοπωλείο