Translation meaning & definition of the word "florid" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανθισμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Florid
[Ανθηρόσ]/flɔrəd/
adjective
1. Elaborately or excessively ornamented
- "Flamboyant handwriting"
- "The senator's florid speech"
- synonym:
- aureate ,
- florid ,
- flamboyant
1. Περίτεχνα ή υπερβολικά διακοσμημένα
- "Επιδεικτικό γραφικό"
- "Η ανθηρή ομιλία του γερουσιαστή"
- συνώνυμο:
- αυτοφυή ,
- ανθοειδήσ ,
- φλογερόσ
2. Inclined to a healthy reddish color often associated with outdoor life
- "A ruddy complexion"
- "Santa's rubicund cheeks"
- "A fresh and sanguine complexion"
- synonym:
- rubicund ,
- ruddy ,
- florid ,
- sanguine
2. Τείνοντας σε ένα υγιές κοκκινωπό χρώμα που συχνά συνδέεται με την υπαίθρια ζωή
- "Μια λασπώδης επιδερμίδα"
- "Τα μάγουλα του ρουμπίκαντ"
- "Μια φρέσκια και αιματηρή επιδερμίδα"
- συνώνυμο:
- ρουμπίντσουντ ,
- τραχύς ,
- ανθοειδήσ ,
- αιμοδίνη