Translation meaning & definition of the word "flora" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χλωρίδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flora
[Χλωρίδα]/flɔrə/
noun
1. All the plant life in a particular region or period
- "Pleistocene vegetation"
- "The flora of southern california"
- "The botany of china"
- synonym:
- vegetation ,
- flora ,
- botany
1. Όλη η ζωή των φυτών σε μια συγκεκριμένη περιοχή ή περίοδο
- "Πλειστοκαινική βλάστηση"
- "Η χλωρίδα της νότιας καλιφόρνιας"
- "Η βοτανική της κίνας"
- συνώνυμο:
- βλάστηση ,
- χλωρίδα ,
- βοτανική
2. (botany) a living organism lacking the power of locomotion
- synonym:
- plant ,
- flora ,
- plant life
2. (βοταν) ένας ζωντανός οργανισμός που δεν έχει τη δύναμη της μετακίνησης
- συνώνυμο:
- φυτό ,
- χλωρίδα ,
- φυτική ζωή