Translation meaning & definition of the word "flop" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στριφογύρισμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flop
[Στροφή]/flɑp/
noun
1. An arithmetic operation performed on floating-point numbers
- "This computer can perform a million flops per second"
- synonym:
- floating-point operation ,
- flop
1. Μια αριθμητική πράξη που εκτελείται σε αριθμούς κυμαινόμενων σημείων
- "Αυτός ο υπολογιστής μπορεί να εκτελέσει ένα εκατομμύριο πτερύγια ανά δευτερόλεπτο"
- συνώνυμο:
- λειτουργία πλωτού σημείου ,
- πλαδαρόσ
2. Someone who is unsuccessful
- synonym:
- flop ,
- dud ,
- washout
2. Κάποιος που αποτυγχάνει
- συνώνυμο:
- πλαδαρόσ ,
- ντουντ ,
- ξεπλένω
3. A complete failure
- "The play was a dismal flop"
- synonym:
- flop ,
- bust ,
- fizzle
3. Μια πλήρης αποτυχία
- "Το παιχνίδι ήταν ένα θλιβερό πτερύγιο"
- συνώνυμο:
- πλαδαρόσ ,
- προβληματισμόσ ,
- φιτσαλίζω
4. The act of throwing yourself down
- "He landed on the bed with a great flop"
- synonym:
- flop ,
- collapse
4. Η πράξη του να πετάξεις τον εαυτό σου κάτω
- "Προσγειώθηκε στο κρεβάτι με ένα υπέροχο κτύπημα"
- συνώνυμο:
- πλαδαρόσ ,
- κατάρρευση
verb
1. Fall loosely
- "He flopped into a chair"
- synonym:
- flop
1. Πέφτω χαλαρά
- "Μπήκε σε μια καρέκλα"
- συνώνυμο:
- πλαδαρόσ
2. Fall suddenly and abruptly
- synonym:
- flop
2. Πέφτουν ξαφνικά και απότομα
- συνώνυμο:
- πλαδαρόσ
3. Fail utterly
- Collapse
- "The project foundered"
- synonym:
- fall through ,
- fall flat ,
- founder ,
- flop
3. Αποτυγχάνω εντελώς
- Κατάρρευση
- "Το έργο βρέθηκε"
- συνώνυμο:
- πέφτω ,
- πέφτω επίπεδα ,
- ιδρυτής ,
- πλαδαρόσ
adverb
1. With a flopping sound
- "He tumbled flop into the mud"
- synonym:
- flop
1. Με έναν ήχο που περιπλανιέται
- "Κατέβηκε στη λάσπη"
- συνώνυμο:
- πλαδαρόσ
2. Exactly
- "He fell flop on his face"
- synonym:
- right ,
- flop
2. Ακριβώς
- "Έπεσε στο πρόσωπό του"
- συνώνυμο:
- σωστός ,
- πλαδαρόσ