Translation meaning & definition of the word "flog" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαστίγιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flog
[Φλογέρα]/flɑg/
verb
1. Beat severely with a whip or rod
- "The teacher often flogged the students"
- "The children were severely trounced"
- synonym:
- flog ,
- welt ,
- whip ,
- lather ,
- lash ,
- slash ,
- strap ,
- trounce
1. Χτυπήστε σοβαρά με ένα μαστίγιο ή ράβδο
- "Ο δάσκαλος συχνά μαστίγωνε τους μαθητές"
- "Τα παιδιά είχαν προβληματιστεί σοβαρά"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- ευημερώνω ,
- μαστίγιο ,
- αφαιρώ ,
- λουρί ,
- πλατύφυλλο ,
- προβληματίζω
2. Beat with a cane
- synonym:
- cane ,
- flog ,
- lambaste ,
- lambast
2. Χτυπάω με ένα μπαστούνι
- συνώνυμο:
- ζαχαροκάλαμο ,
- παραπονιέμαι ,
- αρνίσιο ,
- λαμπάστ