Translation meaning & definition of the word "float" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιπλέουν" στην ελληνική γλώσσα
Float
[Επιπλέω]noun
1. The time interval between the deposit of a check in a bank and its payment
- synonym:
- float
1. Το χρονικό διάστημα μεταξύ της κατάθεσης μιας επιταγής σε μια τράπεζα και της πληρωμής της
- συνώνυμο:
- επιπλέω
2. The number of shares outstanding and available for trading by the public
- synonym:
- float
2. Τον αριθμό των μετοχών που εκκρεμούν και διατίθενται για διαπραγμάτευση από το κοινό
- συνώνυμο:
- επιπλέω
3. A drink with ice cream floating in it
- synonym:
- ice-cream soda ,
- ice-cream float ,
- float
3. Ένα ποτό με παγωτό που επιπλέει σε αυτό
- συνώνυμο:
- σόδα παγωτού ,
- πλωτήρας παγωτού ,
- επιπλέω
4. An elaborate display mounted on a platform carried by a truck (or pulled by a truck) in a procession or parade
- synonym:
- float
4. Μια περίτεχνη οθόνη τοποθετημένη σε μια πλατφόρμα που μεταφέρεται από ένα φορτηγό ( τραβηγμένο από ένα φορτηγό) σε μια πομπή
- συνώνυμο:
- επιπλέω
5. A hand tool with a flat face used for smoothing and finishing the surface of plaster or cement or stucco
- synonym:
- float ,
- plasterer's float
5. Ένα εργαλείο χειρός με ένα επίπεδο πρόσωπο που χρησιμοποιείται για την εξομάλυνση και το φινίρισμα της επιφάνειας γύψου ή τσιμέντου
- συνώνυμο:
- επιπλέω ,
- το πλωτήρα του πλατύφυλλου
6. Something that floats on the surface of water
- synonym:
- float
6. Κάτι που επιπλέει στην επιφάνεια του νερού
- συνώνυμο:
- επιπλέω
7. An air-filled sac near the spinal column in many fishes that helps maintain buoyancy
- synonym:
- air bladder ,
- swim bladder ,
- float
7. Ένας σάκος γεμάτος αέρα κοντά στη σπονδυλική στήλη σε πολλά ψάρια που βοηθά στη διατήρηση της άνωσης
- συνώνυμο:
- κύστη αέρα ,
- κολυμβητική κύστη ,
- επιπλέω
verb
1. Be in motion due to some air or water current
- "The leaves were blowing in the wind"
- "The boat drifted on the lake"
- "The sailboat was adrift on the open sea"
- "The shipwrecked boat drifted away from the shore"
- synonym:
- float ,
- drift ,
- be adrift ,
- blow
1. Να είναι σε κίνηση λόγω κάποιου ρεύματος αέρα ή νερού
- "Τα φύλλα φυσούσαν στον άνεμο"
- "Το σκάφος παρασύρθηκε στη λίμνη"
- "Το ιστιοφόρο ήταν παραμορφωμένο στην ανοιχτή θάλασσα"
- "Το ναυαγισμένο σκάφος απομακρύνθηκε από την ακτή"
- συνώνυμο:
- επιπλέω ,
- παρασυρόμενοσ ,
- είμαι πανέξυπνος ,
- χτύπημα
2. Be afloat either on or below a liquid surface and not sink to the bottom
- synonym:
- float ,
- swim
2. Να επιπλέετε είτε πάνω είτε κάτω από μια υγρή επιφάνεια και να μην βυθίζεστε στο κάτω μέρος
- συνώνυμο:
- επιπλέω ,
- κολυμβώ
3. Set afloat
- "He floated the logs down the river"
- "The boy floated his toy boat on the pond"
- synonym:
- float
3. Επιπλέω
- "Έπλεξε τα κούτσουρα κάτω από το ποτάμι"
- "Το αγόρι επέπλεε το σκάφος παιχνιδιών του στη λίμνη"
- συνώνυμο:
- επιπλέω
4. Circulate or discuss tentatively
- Test the waters with
- "The republicans are floating the idea of a tax reform"
- synonym:
- float
4. Κυκλοφορήστε ή συζητήστε προσεκτικά
- Δοκιμάστε τα νερά με
- "Οι ρεπουμπλικάνοι επιπλέουν την ιδέα μιας φορολογικής μεταρρύθμισης"
- συνώνυμο:
- επιπλέω
5. Move lightly, as if suspended
- "The dancer floated across the stage"
- synonym:
- float
5. Κινηθείτε ελαφρά, σαν να έχει ανασταλεί
- "Ο χορευτής επιπλέει σε όλη τη σκηνή"
- συνώνυμο:
- επιπλέω
6. Put into the water
- "Float a ship"
- synonym:
- float
6. Βάλτε στο νερό
- "Επιπλέουν ένα πλοίο"
- συνώνυμο:
- επιπλέω
7. Make the surface of level or smooth
- "Float the plaster"
- synonym:
- float
7. Κάντε την επιφάνεια του επιπέδου ή ομαλή
- "Επιπλέουν το γύψο"
- συνώνυμο:
- επιπλέω
8. Allow (currencies) to fluctuate
- "The government floated the ruble for a few months"
- synonym:
- float
8. Αφήστε τα (νομίσματα) να κυμαίνονται
- "Η κυβέρνηση επέπλεε το ρούβλι για λίγους μήνες"
- συνώνυμο:
- επιπλέω
9. Convert from a fixed point notation to a floating point notation
- "Float data"
- synonym:
- float
9. Μετατρέψτε από μια σημειογραφία σταθερού σημείου σε μια σημειογραφία κυμαινόμενου σημείου
- "Δεδομένα επιπλέουσας επιφάνειας"
- συνώνυμο:
- επιπλέω