Translation meaning & definition of the word "flipper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πάπα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flipper
[Πτερύγιο]/flɪpər/
noun
1. A shoe for swimming
- The paddle-like front is an aid in swimming (especially underwater)
- synonym:
- flipper ,
- fin
1. Ένα παπούτσι για κολύμπι
- Το μέτωπο που μοιάζει με κουπί είναι ένα βοήθημα στην κολύμβηση (ειδικά υποβρύχιο)
- συνώνυμο:
- πτερύγιο
2. The flat broad limb of aquatic animals specialized for swimming
- synonym:
- flipper
2. Το επίπεδο πλατύ άκρο των υδρόβιων ζώων που ειδικεύονται για κολύμπι
- συνώνυμο:
- πτερύγιο