Translation meaning & definition of the word "flint" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χνούδι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flint
[Φλιντ]/flɪnt/
noun
1. A hard kind of stone
- A form of silica more opaque than chalcedony
- synonym:
- flint
1. Ένα σκληρό είδος πέτρας
- Μια μορφή πυριτίου πιο αδιαφανής από τη χαλκηδόνια
- συνώνυμο:
- πτερύγιο
2. A river in western georgia that flows generally south to join the chattahoochee river at the florida border where they form the apalachicola river
- synonym:
- Flint ,
- Flint River
2. Ένας ποταμός στη δυτική γεωργία που ρέει γενικά νότια για να ενταχθεί στον ποταμό τσαταχοχέ στα σύνορα της φλόριντα, όπου σχηματίζουν
- συνώνυμο:
- Φλιντ ,
- Ποταμός Φλιντ
3. A city in southeast central michigan near detroit
- Automobile manufacturing
- synonym:
- Flint
3. Μια πόλη στο νοτιοανατολικό κέντρο του μίσιγκαν κοντά στο ντιτρόιτ
- Αυτοκινητοβιομηχανία
- συνώνυμο:
- Φλιντ
adjective
1. Showing unfeeling resistance to tender feelings
- "His flinty gaze"
- "The child's misery would move even the most obdurate heart"
- synonym:
- flinty ,
- flint ,
- granitic ,
- obdurate ,
- stony
1. Εμφάνιση ανέντιμης αντίστασης σε τρυφερά συναισθήματα
- "Το αστραφτερό του βλέμμα"
- "Η δυστυχία του παιδιού θα κινούσε ακόμα και την πιο ακριβή καρδιά"
- συνώνυμο:
- παχουλός ,
- πτερύγιο ,
- γρανιτικόσ ,
- ανατρέπω ,
- πέτρινοσ