Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "flimsy" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδυναμία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Flimsy

[Φλογερόσ]
/flɪmzi/

noun

1. A thin strong lightweight translucent paper used especially for making carbon copies

    synonym:
  • onionskin
  • ,
  • flimsy

1. Ένα λεπτό ισχυρό ελαφρύ ημιδιαφανές χαρτί που χρησιμοποιείται ειδικά για την κατασκευή αντιγράφων άνθρακα

    συνώνυμο:
  • φανέλα
  • ,
  • αδύνατοσ

adjective

1. Lacking solidity or strength

  • "A flimsy table"
  • "Flimsy construction"
    synonym:
  • flimsy

1. Έλλειψη σταθερότητας ή δύναμης

  • "Ένα αδύνατο τραπέζι"
  • "Αδύναμη κατασκευή"
    συνώνυμο:
  • αδύνατοσ

2. Not convincing

  • "Unconvincing argument"
  • "As unconvincing as a forced smile"
    synonym:
  • unconvincing
  • ,
  • flimsy

2. Δεν είναι πειστικός

  • "Απερίσκεπτο επιχείρημα"
  • "Είναι ασυνήθιστο ως αναγκαστικό χαμόγελο"
    συνώνυμο:
  • απαγορεύω
  • ,
  • αδύνατοσ

3. Lacking substance or significance

  • "Slight evidence"
  • "A tenuous argument"
  • "A thin plot"
  • A fragile claim to fame"
    synonym:
  • flimsy
  • ,
  • fragile
  • ,
  • slight
  • ,
  • tenuous
  • ,
  • thin

3. Έλλειψη ουσίας ή σημασίας

  • "Ελαφρά αποδεικτικά στοιχεία"
  • "Ένα επιχείρημα"
  • "Μια λεπτή πλοκή"
  • Ένας εύθραυστος ισχυρισμός για φήμη"
    συνώνυμο:
  • αδύνατοσ
  • ,
  • εύθραυστοσ
  • ,
  • ελαφρύς
  • ,
  • επίμονοσ
  • ,
  • λεπτός

Examples of using

For some inexplicable reason, the flimsy shack survived the storm.
Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, η αχνή απάτη επέζησε από την καταιγίδα.