Translation meaning & definition of the word "flight" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πτήση" στην ελληνική γλώσσα
Flight
[Πτήση]noun
1. A formation of aircraft in flight
- synonym:
- flight
1. Σχηματισμός αεροσκαφών κατά την πτήση
- συνώνυμο:
- πτήση
2. An instance of traveling by air
- "Flying was still an exciting adventure for him"
- synonym:
- flight ,
- flying
2. Ένα παράδειγμα ταξιδιού αεροπορικώς
- "Η πτήση ήταν μια συναρπαστική περιπέτεια για εκείνον"
- συνώνυμο:
- πτήση ,
- πετώντας
3. A stairway (set of steps) between one floor or landing and the next
- synonym:
- flight ,
- flight of stairs ,
- flight of steps
3. Μια σκάλα (σετ σκαλοπατιών) μεταξύ ενός ορόφου ή προσγείωσης και του επόμενου
- συνώνυμο:
- πτήση ,
- πτήση των σκαλοπατιών ,
- πτήση των βημάτων
4. The act of escaping physically
- "He made his escape from the mental hospital"
- "The canary escaped from its cage"
- "His flight was an indication of his guilt"
- synonym:
- escape ,
- flight
4. Η πράξη της διαφυγής σωματικά
- "Έβγαλε την απόδρασή του από το ψυχιατρείο"
- "Το καναρίνι ξέφυγε από το κλουβί του"
- "Η πτήση του ήταν ένδειξη της ενοχής του"
- συνώνυμο:
- διαφυγή ,
- πτήση
5. An air force unit smaller than a squadron
- synonym:
- flight
5. Μια μονάδα αεροπορίας μικρότερη από μια μοίρα
- συνώνυμο:
- πτήση
6. Passing above and beyond ordinary bounds
- "A flight of fancy"
- "Flights of rhetoric"
- "Flights of imagination"
- synonym:
- flight
6. Περνώντας πάνω και πέρα από τα συνηθισμένα όρια
- "Μια πτήση φανταχτερή"
- "Πτήσεις της ρητορικής"
- "Πτήσεις της φαντασίας"
- συνώνυμο:
- πτήση
7. The path followed by an object moving through space
- synonym:
- trajectory ,
- flight
7. Το μονοπάτι που ακολουθείται από ένα αντικείμενο που κινείται μέσα στο διάστημα
- συνώνυμο:
- τροχιά ,
- πτήση
8. A flock of flying birds
- synonym:
- flight
8. Ένα κοπάδι ιπτάμενων πουλιών
- συνώνυμο:
- πτήση
9. A scheduled trip by plane between designated airports
- "I took the noon flight to chicago"
- synonym:
- flight
9. Προγραμματισμένο ταξίδι με αεροπλάνο μεταξύ των καθορισμένων αεροδρομίων
- "Πήρα την μεσημεριανή πτήση για το σικάγο"
- συνώνυμο:
- πτήση
verb
1. Shoot a bird in flight
- synonym:
- flight
1. Πυροβολήστε ένα πουλί στην πτήση
- συνώνυμο:
- πτήση
2. Fly in a flock
- "Flighting wild geese"
- synonym:
- flight
2. Πετάξτε σε ένα κοπάδι
- "Πτήσεις άγριων χήνων"
- συνώνυμο:
- πτήση
3. Decorate with feathers
- "Fledge an arrow"
- synonym:
- fledge ,
- flight
3. Διακοσμήστε με φτερά
- "Φτιάξε ένα βέλος"
- συνώνυμο:
- παραπέτασμα ,
- πτήση