Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "flier" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παλαιότερα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Flier

[Παρακινδυνευμένοσ]
/flaɪər/

noun

1. Someone who travels by air

    synonym:
  • flier
  • ,
  • flyer

1. Κάποιος που ταξιδεύει αεροπορικώς

    συνώνυμο:
  • ανεμοδαρμένοσ
  • ,
  • φυλλάδιο

2. Someone who operates an aircraft

    synonym:
  • aviator
  • ,
  • aeronaut
  • ,
  • airman
  • ,
  • flier
  • ,
  • flyer

2. Κάποιος που επιχειρεί αεροσκάφος

    συνώνυμο:
  • αεροπόρος
  • ,
  • αεροναύτησ
  • ,
  • αεροπόροσ
  • ,
  • ανεμοδαρμένοσ
  • ,
  • φυλλάδιο

3. An advertisement (usually printed on a page or in a leaflet) intended for wide distribution

  • "He mailed the circular to all subscribers"
    synonym:
  • circular
  • ,
  • handbill
  • ,
  • bill
  • ,
  • broadside
  • ,
  • broadsheet
  • ,
  • flier
  • ,
  • flyer
  • ,
  • throwaway

3. Μια διαφήμιση (συνήθως τυπωμένη σε μια σελίδα ή σε ένα φυλλάδιο) που προορίζεται για ευρεία διανομή

  • "Έβαλε την εγκύκλιο σε όλους τους συνδρομητές"
    συνώνυμο:
  • κυκλικός
  • ,
  • χειριστήριο
  • ,
  • λογαριασμός
  • ,
  • ευρύτερο
  • ,
  • ευρύ φύλλο
  • ,
  • ανεμοδαρμένοσ
  • ,
  • φυλλάδιο
  • ,
  • αποβάλλω