Translation meaning & definition of the word "flick" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρεμούλιασμα" στην ελληνική γλώσσα
Flick
[Κλαίω]noun
1. A light sharp contact (usually with something flexible)
- "He gave it a flick with his finger"
- "He felt the flick of a whip"
- synonym:
- flick
1. Μια ελαφριά αιχμηρή επαφή (συνήθως με κάτι ευέλικτο)
- "Του έδωσε ένα χτύπημα με το δάχτυλό του"
- "Ένιωσε την κίνηση ενός μαστιγίου"
- συνώνυμο:
- παίζω
2. A short stroke
- synonym:
- flick
2. Ένα σύντομο εγκεφαλικό επεισόδιο
- συνώνυμο:
- παίζω
3. A form of entertainment that enacts a story by sound and a sequence of images giving the illusion of continuous movement
- "They went to a movie every saturday night"
- "The film was shot on location"
- synonym:
- movie ,
- film ,
- picture ,
- moving picture ,
- moving-picture show ,
- motion picture ,
- motion-picture show ,
- picture show ,
- pic ,
- flick
3. Μια μορφή ψυχαγωγίας που εφαρμόζει μια ιστορία από τον ήχο και μια ακολουθία εικόνων που δίνουν την ψευδαίσθηση της συνεχούς κίνησης
- "Πήγαιναν σε μια ταινία κάθε σάββατο βράδυ"
- "Η ταινία γυρίστηκε στην τοποθεσία"
- συνώνυμο:
- ταινία ,
- εικόνα ,
- κινούμενη εικόνα ,
- παράσταση κινούμενης εικόνας ,
- επίδειξη κίνησης-εικόνας ,
- φωτογραφία ,
- παίζω
verb
1. Flash intermittently
- "The lights flicked on and off"
- synonym:
- flicker ,
- flick
1. Φλας διαλείπουσα
- "Τα φώτα τρεμοπαίζουν και σβήνουν"
- συνώνυμο:
- τρεμοπαίζω ,
- παίζω
2. Look through a book or other written material
- "He thumbed through the report"
- "She leafed through the volume"
- synonym:
- flick ,
- flip ,
- thumb ,
- riffle ,
- leaf ,
- riff
2. Παρακολουθήστε ένα βιβλίο ή άλλο γραπτό υλικό
- "Καταπατούσε την έκθεση"
- "Φύλλαξε μέσα από τον όγκο"
- συνώνυμο:
- παίζω ,
- αναστρέφω ,
- αντίχειρας ,
- περιστρέφω ,
- φύλλο ,
- ριφ
3. Cause to move with a flick
- "He flicked his bic"
- synonym:
- flip ,
- flick
3. Αιτία να κινηθεί με ένα κτύπημα
- "Τίναξε τον τυφλό του"
- συνώνυμο:
- αναστρέφω ,
- παίζω
4. Throw or toss with a quick motion
- "Flick a piece of paper across the table"
- "Jerk his head"
- synonym:
- jerk ,
- flick
4. Ρίξτε ή πετάξτε με μια γρήγορη κίνηση
- "Κλείστε ένα κομμάτι χαρτί πάνω στο τραπέζι"
- "Βάλτε το κεφάλι του"
- συνώνυμο:
- τσεκ ,
- παίζω
5. Shine unsteadily
- "The candle flickered"
- synonym:
- flicker ,
- flick
5. Λάμψτε ασταθή
- "Το κερί τραντάχτηκε"
- συνώνυμο:
- τρεμοπαίζω ,
- παίζω
6. Twitch or flutter
- "The paper flicked"
- synonym:
- flick ,
- ruffle ,
- riffle
6. Σπάσιμο ή φτερουγίζω
- "Το χαρτί τρεμοπαίζει"
- συνώνυμο:
- παίζω ,
- βάλτο ,
- περιστρέφω
7. Cause to make a snapping sound
- "Snap your fingers"
- synonym:
- snap ,
- click ,
- flick
7. Αιτία να κάνει έναν ήχο που τρέχει
- "Σφίξτε τα δάχτυλά σας"
- συνώνυμο:
- αποτυγχάνω ,
- κάντε κλικ στο ,
- παίζω
8. Touch or hit with a light, quick blow
- "Flicked him with his hand"
- synonym:
- flick
8. Αγγίξτε ή χτυπήστε με ένα ελαφρύ, γρήγορο χτύπημα
- "Τον τίναξε με το χέρι του"
- συνώνυμο:
- παίζω
9. Remove with a flick (of the hand)
- synonym:
- flick
9. Αφαιρέστε με ένα τίναγμα (από το χέρι)
- συνώνυμο:
- παίζω