Translation meaning & definition of the word "flexion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλέξη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flexion
[Λεύκανση]/flɛkʃən/
noun
1. The state of being flexed (as of a joint)
- synonym:
- flexure ,
- flection ,
- flexion
1. Η κατάσταση της κάμψης (ας ενός κοινού)
- συνώνυμο:
- κάμψη ,
- παραπονεμένοσ
2. Deviation from a straight or normal course
- synonym:
- inflection ,
- flection ,
- flexion
2. Απόκλιση από μια ευθεία ή κανονική πορεία
- συνώνυμο:
- κλίση ,
- παραπονεμένοσ ,
- κάμψη
3. Act of bending a joint
- Especially a joint between the bones of a limb so that the angle between them is decreased
- synonym:
- flexion ,
- flexure
3. Πράξη κάμψης μιας άρθρωσης
- Ειδικά μια άρθρωση μεταξύ των οστών ενός άκρου, έτσι ώστε η γωνία μεταξύ τους να μειωθεί
- συνώνυμο:
- κάμψη