Translation meaning & definition of the word "flexibility" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευελιξία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flexibility
[Ευελιξία]/flɛksəbɪləti/
noun
1. The property of being flexible
- Easily bent or shaped
- synonym:
- flexibility ,
- flexibleness
1. Η ιδιότητα του να είσαι ευέλικτος
- Εύκολα λυγισμένος ή διαμορφωμένος
- συνώνυμο:
- ευελιξία
2. The quality of being adaptable or variable
- "He enjoyed the flexibility of his working arrangement"
- synonym:
- flexibility ,
- flexibleness
2. Η ποιότητα του να είναι προσαρμόσιμη ή μεταβλητή
- "Απόλαυσε την ευελιξία της ρύθμισης εργασίας του"
- συνώνυμο:
- ευελιξία
3. The trait of being easily persuaded
- synonym:
- tractability ,
- tractableness ,
- flexibility
3. Το χαρακτηριστικό του να πείθεται εύκολα
- συνώνυμο:
- ευθύνη ,
- ευμετάβλητο ,
- ευελιξία