Translation meaning & definition of the word "fleece" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "fleece" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fleece
[Fleece]/flis/
noun
1. The wool of a sheep or similar animal
- synonym:
- fleece
1. Το μαλλί ενός προβάτου ή παρόμοιου ζώου
- συνώνυμο:
- fleece
2. Tanned skin of a sheep with the fleece left on
- Used for clothing
- synonym:
- sheepskin ,
- fleece
2. Μαυρισμένο δέρμα προβάτου με το δέρας αριστερά
- Χρησιμοποιείται για ρούχα
- συνώνυμο:
- δέρμα προβάτου ,
- fleece
3. A soft bulky fabric with deep pile
- Used chiefly for clothing
- synonym:
- fleece
3. Ένα μαλακό ογκώδες ύφασμα με βαθύ σωρό
- Χρησιμοποιείται κυρίως για ρούχα
- συνώνυμο:
- fleece
4. Outer coat of especially sheep and yaks
- synonym:
- wool ,
- fleece
4. Εξωτερικό παλτό από ιδιαίτερα πρόβατα και γιακ
- συνώνυμο:
- μαλλί ,
- fleece
verb
1. Rip off
- Ask an unreasonable price
- synonym:
- overcharge ,
- soak ,
- surcharge ,
- gazump ,
- fleece ,
- plume ,
- pluck ,
- rob ,
- hook
1. Ξεσκίζω
- Ρωτήστε μια παράλογη τιμή
- συνώνυμο:
- υπερφόρτιση ,
- μουσκεύω ,
- επιπλέον χρέωση ,
- gazump ,
- fleece ,
- λοφίο ,
- μαδώ ,
- ληστεύω ,
- γάντζος
2. Shear the wool from
- "Shear sheep"
- synonym:
- fleece ,
- shear
2. Κουρεύω το μαλλί από
- "Κουρεύω πρόβατα"
- συνώνυμο:
- fleece ,
- διάτμηση
Examples of using
Mary had a little lamb whose fleece was white as snow.
Η Μαίρη είχε ένα αρνάκι του οποίου το δέρας ήταν λευκό σαν το χιόνι.