Translation meaning & definition of the word "fledgling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "παραπλάνηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fledgling
[Παραπαίω]/flɛʤlɪŋ/
noun
1. Any new participant in some activity
- synonym:
- newcomer ,
- fledgling ,
- fledgeling ,
- starter ,
- neophyte ,
- freshman ,
- newbie ,
- entrant
1. Κάθε νέος συμμετέχων σε κάποια δραστηριότητα
- συνώνυμο:
- νεοεισερχόμενοσ ,
- νεοσύστατοσ ,
- νεοσύστατη ,
- εκκινητήσ ,
- νεόφυτο ,
- φρεσκάλ ,
- νεβί ,
- παρεμβαίνων
2. Young bird that has just fledged or become capable of flying
- synonym:
- fledgling ,
- fledgeling
2. Νεαρό πουλί που μόλις έφυγε ή έγινε ικανό να πετάξει
- συνώνυμο:
- νεοσύστατοσ ,
- νεοσύστατη
adjective
1. (of a young bird) having acquired its flight feathers
- "A fledgling robin"
- synonym:
- fledgling(a) ,
- fledgeling(a)
1. ( ενός νεαρού πουλιού) έχοντας αποκτήσει τα φτερά της πτήσης του
- "Ένας νεοσύστατος ρομπέν"
- συνώνυμο:
- φεγγλ() ,
- νεοσύσγγα(
2. Young and inexperienced
- "A fledgling enterprise"
- "A fledgling skier"
- "An unfledged lawyer"
- synonym:
- fledgling ,
- unfledged ,
- callow
2. Νέοι και άπειροι
- "Μια νεοσύστατη επιχείρηση"
- "Ένας νεοσύστατος σκιέρ"
- "Ένας ανεξέλεγκτος δικηγόρος"
- συνώνυμο:
- νεοσύστατοσ ,
- ανεξέλεγκτη ,
- κάλλος