Translation meaning & definition of the word "flawless" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "άπληστος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flawless
[Απαλλαγμένοσ]/flɔləs/
adjective
1. Without a flaw
- "A flawless gemstone"
- synonym:
- flawless ,
- unflawed
1. Χωρίς ελάττωμα
- "Ένας άψογος πολύτιμος λίθος"
- συνώνυμο:
- άψογη ,
- απαγορεύεται