Translation meaning & definition of the word "flawed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πτερύγιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flawed
[Ξεφλουδίζω]/flɔd/
adjective
1. Having a blemish or flaw
- "A flawed diamond"
- "An irregular pair of jeans"
- synonym:
- blemished ,
- flawed
1. Έχοντας ένα ψεγάδι ή ελάττωμα
- "Ένα ελαττωματικό διαμάντι"
- "Ένα ακανόνιστο ζευγάρι τζιν"
- συνώνυμο:
- φλεγόμενοσ ,
- ελαττωματικός
Examples of using
I am a flawed person, but these are flaws that can easily be fixed.
Είμαι ένα ελαττωματικό άτομο, αλλά αυτά είναι ελαττώματα που μπορούν εύκολα να διορθωθούν.