Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "flaw" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πτερύγιο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Flaw

[Πτερύγιο]
/flɔ/

noun

1. An imperfection in an object or machine

  • "A flaw caused the crystal to shatter"
  • "If there are any defects you should send it back to the manufacturer"
    synonym:
  • defect
  • ,
  • fault
  • ,
  • flaw

1. Μια ατέλεια σε ένα αντικείμενο ή μια μηχανή

  • "Ένα ελάττωμα προκάλεσε το κρύσταλλο να σπάσει"
  • "Εάν υπάρχουν ελαττώματα θα πρέπει να το στείλετε πίσω στον κατασκευαστή"
    συνώνυμο:
  • ελάττωμα
  • ,
  • λάθος
  • ,
  • ελαττώματα

2. Defect or weakness in a person's character

  • "He had his flaws, but he was great nonetheless"
    synonym:
  • flaw

2. Ελάττωμα ή αδυναμία στο χαρακτήρα ενός ατόμου

  • "Είχε τα ελαττώματά του, αλλά ήταν εξαιρετικός ωστόσο"
    συνώνυμο:
  • ελαττώματα

3. An imperfection in a plan or theory or legal document that causes it to fail or that reduces its effectiveness

    synonym:
  • flaw

3. Μια ατέλεια σε ένα σχέδιο ή θεωρία ή νομικό έγγραφο που το προκαλεί να αποτύχει ή που μειώνει την αποτελεσματικότητά του

    συνώνυμο:
  • ελαττώματα

verb

1. Add a flaw or blemish to

  • Make imperfect or defective
    synonym:
  • flaw
  • ,
  • blemish

1. Προσθέστε ένα ελάττωμα ή λάμψη σε

  • Κάντε ατελείς ή ελαττωματικές
    συνώνυμο:
  • ελαττώματα
  • ,
  • ατελήσ

Examples of using

Because of a flaw in the original design, our website is vulnerable to SQL injection attacks.
Λόγω ελαττώματος στον αρχικό σχεδιασμό, η ιστοσελίδα μας είναι ευάλωτη σε επιθέσεις ένεσης από ΤΕΠ.
I can't find a single flaw in his theory.
Δεν μπορώ να βρω ούτε ένα ελάττωμα στη θεωρία του.