Translation meaning & definition of the word "flavoring" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γλαυστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flavoring
[Αρωματίζω]/flevərɪŋ/
noun
1. Something added to food primarily for the savor it imparts
- synonym:
- flavorer ,
- flavourer ,
- flavoring ,
- flavouring ,
- seasoner ,
- seasoning
1. Κάτι που προστίθεται στα τρόφιμα κυρίως για τη γεύση που μεταδίδει
- συνώνυμο:
- φλαβονοειδήσ ,
- αρωματίζων ,
- αρωματίζω ,
- επικεφαλής ,
- καρύκευμα