Translation meaning & definition of the word "flaunt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απειλή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flaunt
[Καταπλήσσω]/flɔnt/
noun
1. The act of displaying something ostentatiously
- "His behavior was an outrageous flaunt"
- synonym:
- flaunt
1. Η πράξη της επίδειξης κάτι επιδεικτικά
- "Η συμπεριφορά του ήταν μια εξωφρενική αναταραχή"
- συνώνυμο:
- περιπλέκω
verb
1. Display proudly
- Act ostentatiously or pretentiously
- "He showed off his new sports car"
- synonym:
- flaunt ,
- flash ,
- show off ,
- ostentate ,
- swank
1. Εμφανίζεται με υπερηφάνεια
- Ενεργήστε επιδεικτικά ή επιδέξια
- "Επέδειξε το νέο του σπορ αυτοκίνητο"
- συνώνυμο:
- περιπλέκω ,
- φλας ,
- επιδεικνύω ,
- στεντικό ,
- πλημμυρίζω