Translation meaning & definition of the word "flatten" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επίπεδο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flatten
[Πεπλατυσμένοσ]/flætən/
verb
1. Make flat or flatter
- "Flatten a road"
- "Flatten your stomach with these exercises"
- synonym:
- flatten
1. Κάντε επίπεδη ή κολακευτική
- "Επίπεδο δρόμου"
- "Επιπλήξτε το στομάχι σας με αυτές τις ασκήσεις"
- συνώνυμο:
- πεπλατυσμένοσ
2. Become flat or flatter
- "The landscape flattened"
- synonym:
- flatten ,
- flatten out
2. Γίνετε επίπεδος ή κολακευτικός
- "Το τοπίο ισοπεδώθηκε"
- συνώνυμο:
- πεπλατυσμένοσ ,
- ισοπεδώνω
3. Lower the pitch of (musical notes)
- synonym:
- flatten ,
- drop
3. Χαμηλώστε το βήμα των ( μουσικών νοτών)
- συνώνυμο:
- πεπλατυσμένοσ ,
- πτώση