Translation meaning & definition of the word "flatboat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επίπεδο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flatboat
[Επίπεδο σκάφος]/flætboʊt/
noun
1. A flatbottom boat for carrying heavy loads (especially on canals)
- synonym:
- barge ,
- flatboat ,
- hoy ,
- lighter
1. Ένα σκάφος για τη μεταφορά βαρέων φορτίων (ειδικά στα κανάλια)
- συνώνυμο:
- φορτηγίδα ,
- επίπεδο σκάφος ,
- χόι ,
- ελαφρύτερο