Translation meaning & definition of the word "flat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επίπεδο" στην ελληνική γλώσσα
Flat
[Επίπεδο]noun
1. A level tract of land
- "The salt flats of utah"
- synonym:
- flat
1. Μια επίπεδη γη
- "Τα αλατισμένα διαμερίσματα της γιούτα"
- συνώνυμο:
- επίπεδο
2. A shallow box in which seedlings are started
- synonym:
- flat
2. Ένα ρηχό κουτί στο οποίο ξεκινούν τα φυτά
- συνώνυμο:
- επίπεδο
3. A musical notation indicating one half step lower than the note named
- synonym:
- flat
3. Μια μουσική σημειογραφία που δείχνει μισό βήμα χαμηλότερα από το σημείωμα που ονομάζεται
- συνώνυμο:
- επίπεδο
4. Freight car without permanent sides or roof
- synonym:
- flatcar ,
- flatbed ,
- flat
4. Φορτηγό αυτοκίνητο χωρίς μόνιμες πλευρές ή στέγη
- συνώνυμο:
- πλατύφυλλο ,
- επίπεδη ,
- επίπεδο
5. A deflated pneumatic tire
- synonym:
- flat ,
- flat tire
5. Ένα ξεφουσκωμένο πνευματικό ελαστικό
- συνώνυμο:
- επίπεδο ,
- επίπεδο ελαστικό
6. Scenery consisting of a wooden frame covered with painted canvas
- Part of a stage setting
- synonym:
- flat
6. Τοπίο που αποτελείται από ένα ξύλινο πλαίσιο καλυμμένο με βαμμένο καμβά
- Μέρος μιας ρύθμισης σκηνής
- συνώνυμο:
- επίπεδο
7. A suite of rooms usually on one floor of an apartment house
- synonym:
- apartment ,
- flat
7. Μια σουίτα δωματίων συνήθως στον ένα όροφο μιας πολυκατοικίας
- συνώνυμο:
- διαμέρισμα ,
- επίπεδο
adjective
1. Having a surface without slope, tilt in which no part is higher or lower than another
- "A flat desk"
- "Acres of level farmland"
- "A plane surface"
- "Skirts sewn with fine flat seams"
- synonym:
- flat ,
- level ,
- plane
1. Έχοντας μια επιφάνεια χωρίς κλίση, κλίση στην οποία κανένα μέρος δεν είναι υψηλότερο ή χαμηλότερο από ένα άλλο
- "Ένα γραφείο"
- "Στρέμματα γεωργικής γης"
- "Επιφάνεια επιπέδου"
- "Φούστες ραμμένες με λεπτές επίπεδες ραφές"
- συνώνυμο:
- επίπεδο ,
- αεροπλάνο
2. Having a relatively broad surface in relation to depth or thickness
- "Flat computer monitors"
- synonym:
- flat
2. Έχοντας μια σχετικά ευρεία επιφάνεια σε σχέση με το βάθος ή το πάχος
- "Επίπεδες οθόνες υπολογιστών"
- συνώνυμο:
- επίπεδο
3. Not modified or restricted by reservations
- "A categorical denial"
- "A flat refusal"
- synonym:
- categoric ,
- categorical ,
- flat ,
- unconditional
3. Δεν τροποποιείται ή περιορίζεται από κρατήσεις
- "Μια κατηγορηματική άρνηση"
- "Μια επίπεδη άρνηση"
- συνώνυμο:
- κατηγορηματικόσ ,
- επίπεδο ,
- άνευ όρων
4. Stretched out and lying at full length along the ground
- "Found himself lying flat on the floor"
- synonym:
- flat ,
- prostrate
4. Τεντωμένο και ξαπλωμένο σε πλήρες μήκος κατά μήκος του εδάφους
- "Βρέθηκε ξαπλωμένος στο πάτωμα"
- συνώνυμο:
- επίπεδο ,
- προστάτη
5. Lacking contrast or shading between tones
- synonym:
- flat
5. Ελλείψει αντίθεσης ή σκίασης μεταξύ τόνων
- συνώνυμο:
- επίπεδο
6. (of a musical note) lowered in pitch by one chromatic semitone
- "B flat"
- synonym:
- flat
6. (από ένα μουσικό νότη) χαμηλώνει στο γήπεδο από ένα χρωματικό ημιτόνιο
- "Β επίπεδο"
- συνώνυμο:
- επίπεδο
7. Flattened laterally along the whole length (e.g., certain leafstalks or flatfishes)
- synonym:
- compressed ,
- flat
7. Ισοπεδωμένο πλευρικά κατά μήκος ολόκληρου του μήκους (π.χ., ορισμένα φυλλάδια ή πλατυποδία)
- συνώνυμο:
- συμπιεσμένοσ ,
- επίπεδο
8. Lacking taste or flavor or tang
- "A bland diet"
- "Insipid hospital food"
- "Flavorless supermarket tomatoes"
- "Vapid beer"
- "Vapid tea"
- synonym:
- bland ,
- flat ,
- flavorless ,
- flavourless ,
- insipid ,
- savorless ,
- savourless ,
- vapid
8. Ελλείπει γεύση ή γεύση ή επίδειξη
- "Μια ήπια δίαιτα"
- "Εσωτερική νοσοκομειακή τροφή"
- "Αγελαστές ντομάτες σούπερ μάρκετ"
- "Χυδαία μπύρα"
- "Χυδαίο τσάι"
- συνώνυμο:
- μπλαντ ,
- επίπεδο ,
- αρωματισμένοσ ,
- αρωματικός ,
- άπιστοσ ,
- ανούσιοσ ,
- ατμός
9. Lacking stimulating characteristics
- Uninteresting
- "A bland little drama"
- "A flat joke"
- synonym:
- bland ,
- flat
9. Λείπουν τα διεγερτικά χαρακτηριστικά
- Αδιάφορουσ
- "Ένα μικρό δράμα"
- "Ένα αστείο"
- συνώνυμο:
- μπλαντ ,
- επίπεδο
10. Having lost effervescence
- "Flat beer"
- "A flat cola"
- synonym:
- flat
10. Έχοντας χάσει την αναβρασμόσ
- "Επίπεδη μπύρα"
- "Μια επίπεδη κόλα"
- συνώνυμο:
- επίπεδο
11. Sounded or spoken in a tone unvarying in pitch
- "The owl's faint monotonous hooting"
- synonym:
- flat ,
- monotone ,
- monotonic ,
- monotonous
11. Ακουγόταν ή μιλούσε με έναν τόνο που δεν είναι αλλοιωμένος στο γήπεδο
- "Η αχνή μονότονη λήψη της κουκουβάγιας"
- συνώνυμο:
- επίπεδο ,
- μονότονο ,
- μονοτονική ,
- μονότονοσ
12. Horizontally level
- "A flat roof"
- synonym:
- flat
12. Οριζόντια επίπεδο
- "Επίπεδη οροφή"
- συνώνυμο:
- επίπεδο
13. Lacking the expected range or depth
- Not designed to give an illusion or depth
- "A film with two-dimensional characters"
- "A flat two-dimensional painting"
- synonym:
- two-dimensional ,
- 2-dimensional ,
- flat
13. Ελλείψει του αναμενόμενου εύρους ή βάθους
- Δεν έχει σχεδιαστεί για να δώσει μια ψευδαίσθηση ή βάθος
- "Μια ταινία με δισδιάστατους χαρακτήρες"
- "Ένας επίπεδος δισδιάστατος πίνακας"
- συνώνυμο:
- δισδιάστατη ,
- 2-διάστατο ,
- επίπεδο
14. Not reflecting light
- Not glossy
- "Flat wall paint"
- "A photograph with a matte finish"
- synonym:
- flat ,
- mat ,
- matt ,
- matte ,
- matted
14. Δεν αντανακλά το φως
- Όχι γυαλιστερό
- "Επίπεδο χρώμα τοίχου"
- "Μια φωτογραφία με ματ φινίρισμα"
- συνώνυμο:
- επίπεδο ,
- ματ ,
- ταιριάζω
15. Commercially inactive
- "Flat sales for the month"
- "Prices remained flat"
- "A flat market"
- synonym:
- flat
15. Εμπορικά ανενεργός
- "Επίπεδες πωλήσεις για το μήνα"
- "Οι τιμές παρέμειναν επίπεδες"
- "Μια επίπεδη αγορά"
- συνώνυμο:
- επίπεδο
adverb
1. With flat sails
- "Sail flat against the wind"
- synonym:
- flat
1. Με επίπεδα πανιά
- "Πλοίο επίπεδο ενάντια στον άνεμο"
- συνώνυμο:
- επίπεδο
2. In a forthright manner
- Candidly or frankly
- "He didn't answer directly"
- "Told me straight out"
- "Came out flat for less work and more pay"
- synonym:
- directly ,
- flat ,
- straight
2. Με άμεσο τρόπο
- Ειλικρινά ή ειλικρινά
- "Δεν απάντησε άμεσα"
- "Μου είπες κατευθείαν"
- "Ήρθε έξω για λιγότερη δουλειά και περισσότερη αμοιβή"
- συνώνυμο:
- άμεσα ,
- επίπεδο ,
- ευθεία