Translation meaning & definition of the word "flapjack" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τζακ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flapjack
[Φλαμπ]/flæpʤæk/
noun
1. A flat cake of thin batter fried on both sides on a griddle
- synonym:
- pancake ,
- battercake ,
- flannel cake ,
- flannel-cake ,
- flapcake ,
- flapjack ,
- griddlecake ,
- hotcake ,
- hot cake
1. Ένα επίπεδο κέικ από λεπτό κτύπημα τηγανισμένο και στις δύο πλευρές σε ένα ταψί
- συνώνυμο:
- τηγανίτα ,
- πατίνι ,
- κέικ φανέλας ,
- φανέλ-κέικ ,
- φλαπ ,
- πτερύγιο ,
- εστίεσ ,
- ζεστό κέικ