Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "flap" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πτερύγιο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Flap

[Χτύπημα]
/flæp/

noun

1. Any broad thin and limber covering attached at one edge

  • Hangs loose or projects freely
  • "He wrote on the flap of the envelope"
    synonym:
  • flap

1. Οποιαδήποτε ευρεία λεπτή και περιοριστική κάλυψη που συνδέεται σε μια άκρη

  • Κρέμεται χαλαρά ή προβάλλει ελεύθερα
  • "Έγραψε στο πτερύγιο του φακέλου"
    συνώνυμο:
  • πτερύγιο

2. An excited state of agitation

  • "He was in a dither"
  • "There was a terrible flap about the theft"
    synonym:
  • dither
  • ,
  • pother
  • ,
  • fuss
  • ,
  • tizzy
  • ,
  • flap

2. Μια ενθουσιασμένη κατάσταση αναταραχής

  • "Ήταν σε ένα τσίμπημα"
  • "Υπήρχε ένα τρομερό πτερύγιο για την κλοπή"
    συνώνυμο:
  • παρατηρώ
  • ,
  • πουλάρι
  • ,
  • φάουσ
  • ,
  • τερετώδησ
  • ,
  • πτερύγιο

3. The motion made by flapping up and down

    synonym:
  • flap
  • ,
  • flapping
  • ,
  • flutter
  • ,
  • fluttering

3. Η κίνηση που γίνεται με το πτερύγιο πάνω-κάτω

    συνώνυμο:
  • πτερύγιο
  • ,
  • πτερυγίου
  • ,
  • φτερουγίζω

4. A movable piece of tissue partly connected to the body

    synonym:
  • flap

4. Ένα κινητό κομμάτι ιστού που συνδέεται εν μέρει με το σώμα

    συνώνυμο:
  • πτερύγιο

5. A movable airfoil that is part of an aircraft wing

  • Used to increase lift or drag
    synonym:
  • flap
  • ,
  • flaps

5. Μια κινητή αεροτομή που είναι μέρος μιας πτέρυγας αεροσκαφών

  • Χρησιμοποιείται για την αύξηση του ανελκυστήρα ή της μεταφοράς
    συνώνυμο:
  • πτερύγιο
  • ,
  • πτερύγια

verb

1. Move in a wavy pattern or with a rising and falling motion

  • "The curtains undulated"
  • "The waves rolled towards the beach"
    synonym:
  • roll
  • ,
  • undulate
  • ,
  • flap
  • ,
  • wave

1. Μετακινηθείτε σε ένα κυματιστό μοτίβο ή με μια αυξανόμενη και πτωτική κίνηση

  • "Οι κουρτίνες κυματιστές"
  • "Τα κύματα έτρεξαν προς την παραλία"
    συνώνυμο:
  • ρολό
  • ,
  • κυματίζω
  • ,
  • πτερύγιο
  • ,
  • κύμα

2. Move noisily

  • "Flags flapped in the strong wind"
    synonym:
  • flap

2. Κινηθείτε θορυβωδώς

  • "Σημαίες χτυπημένες στον ισχυρό άνεμο"
    συνώνυμο:
  • πτερύγιο

3. Move with a thrashing motion

  • "The bird flapped its wings"
  • "The eagle beat its wings and soared high into the sky"
    synonym:
  • beat
  • ,
  • flap

3. Μετακινήστε με μια ανατριχιαστική κίνηση

  • "Το πουλί χτύπησε τα φτερά του"
  • "Ο αετός χτύπησε τα φτερά του και ανέβηκε ψηλά στον ουρανό"
    συνώνυμο:
  • νικητής
  • ,
  • πτερύγιο

4. Move with a flapping motion

  • "The bird's wings were flapping"
    synonym:
  • beat
  • ,
  • flap

4. Μετακίνηση με μια κίνηση πτερυγίου

  • "Τα φτερά του πουλιού χτυπούσαν"
    συνώνυμο:
  • νικητής
  • ,
  • πτερύγιο

5. Make a fuss

  • Be agitated
    synonym:
  • dither
  • ,
  • flap
  • ,
  • pother

5. Κάνω φασαρία

  • Ταράζομαι
    συνώνυμο:
  • παρατηρώ
  • ,
  • πτερύγιο
  • ,
  • πουλάρι

6. Pronounce with a flap, of alveolar sounds

    synonym:
  • flap

6. Προφορά με ένα πτερύγιο, κυψελιδικών ήχων

    συνώνυμο:
  • πτερύγιο