Translation meaning & definition of the word "flank" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλακάκι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flank
[Πλαδαρότητα]/flæŋk/
noun
1. The side of military or naval formation
- "They attacked the enemy's right flank"
- synonym:
- flank ,
- wing
1. Η πλευρά του στρατιωτικού ή ναυτικού σχηματισμού
- "Επιτέθηκαν στο σωστό πλευρό του εχθρού"
- συνώνυμο:
- πλαδαρόσ ,
- πτέρυγα
2. A subfigure consisting of a side of something
- synonym:
- flank
2. Μια υποεικόνα που αποτελείται από μια πλευρά από κάτι
- συνώνυμο:
- πλαδαρόσ
3. A cut from the fleshy part of an animal's side between the ribs and the leg
- synonym:
- flank
3. Ένα κόψιμο από το σαρκώδες τμήμα της πλευράς ενός ζώου μεταξύ των πλευρών και του ποδιού
- συνώνυμο:
- πλαδαρόσ
4. The side between ribs and hipbone
- synonym:
- flank
4. Η πλευρά μεταξύ των πλευρών και της κόκκαλου
- συνώνυμο:
- πλαδαρόσ
verb
1. Be located at the sides of something or somebody
- synonym:
- flank
1. Να βρίσκεστε στις πλευρές κάποιου ή κάτι άλλου
- συνώνυμο:
- πλαδαρόσ