Translation meaning & definition of the word "flange" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φλάντζα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flange
[Φλάντζα]/flænʤ/
noun
1. A projection used for strength or for attaching to another object
- synonym:
- flange ,
- rim
1. Μια προβολή που χρησιμοποιείται για τη δύναμη ή για την προσάρτηση σε άλλο αντικείμενο
- συνώνυμο:
- φλάντζα ,
- χείλος