Translation meaning & definition of the word "flame" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φλόγα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flame
[Φλόγα]/flem/
noun
1. The process of combustion of inflammable materials producing heat and light and (often) smoke
- "Fire was one of our ancestors' first discoveries"
- synonym:
- fire ,
- flame ,
- flaming
1. Η διαδικασία καύσης εύφλεκτων υλικών που παράγουν θερμότητα και φως και καπνό (οφτεν)
- "Η φωτιά ήταν μια από τις πρώτες ανακαλύψεις των προγόνων μας"
- συνώνυμο:
- φωτιά ,
- φλόγα
verb
1. Shine with a sudden light
- "The night sky flared with the massive bombardment"
- synonym:
- flare ,
- flame
1. Λάμψτε με ένα ξαφνικό φως
- "Ο νυχτερινός ουρανός φώτισε με τον τεράστιο βομβαρδισμό"
- συνώνυμο:
- φλόγα
2. Be in flames or aflame
- "The sky seemed to flame in the hawaiian sunset"
- synonym:
- flame
2. Να είσαι στις φλόγες ή στη φλόγα
- "Ο ουρανός φαινόταν να φλέγεται στο ηλιοβασίλεμα της χαβάης"
- συνώνυμο:
- φλόγα
3. Criticize harshly, usually via an electronic medium
- "The person who posted an inflammatory message got flamed"
- synonym:
- flame
3. Επικρίνετε σκληρά, συνήθως μέσω ηλεκτρονικού μέσου
- "Το άτομο που δημοσίευσε ένα φλεγμονώδες μήνυμα φλεγόμενο"
- συνώνυμο:
- φλόγα
Examples of using
The smoldering firewood burst into flame.
Το καυσόξυλο που σιγοκαίει ξέσπασε σε φλόγα.