Translation meaning & definition of the word "flaky" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γελοίος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flaky
[Φλάκε]/fleki/
adjective
1. Made of or resembling flakes
- "Flaky soap"
- synonym:
- flaky ,
- flakey
1. Κατασκευασμένο από ή παρόμοιο με νιφάδες
- "Γυαλιστερό σαπούνι"
- συνώνυμο:
- φλάκε ,
- νιφάδα
2. Made of or easily forming flakes
- synonym:
- flaky ,
- flakey
2. Κατασκευασμένο ή εύκολα σχηματίζοντας νιφάδες
- συνώνυμο:
- φλάκε ,
- νιφάδα
3. Conspicuously or grossly unconventional or unusual
- "Restaurants of bizarre design--one like a hat, another like a rabbit"
- "Famed for his eccentric spelling"
- "A freakish combination of styles"
- "His off-the-wall antics"
- "The outlandish clothes of teenagers"
- "Outre and affected stage antics"
- synonym:
- bizarre ,
- eccentric ,
- freakish ,
- freaky ,
- flaky ,
- flakey ,
- gonzo ,
- off-the-wall ,
- outlandish ,
- outre
3. Εμφανώς ή κατάφωρα μη συμβατική ή ασυνήθιστη
- "Εστιατόρια παράξενου σχεδιασμού - ένα σαν καπέλο, ένα άλλο σαν κουνέλι"
- "Αφοσιώθηκε για την εκκεντρική ορθογραφία" του"
- "Ένας φρικτός συνδυασμός στυλ"
- "Οι αντίκες του εκτός τοίχου"
- "Τα εξωφρενικά ρούχα των εφήβων"
- "Εξωτερικές και επηρεασμένες αντικείμενα"
- συνώνυμο:
- παράξενος ,
- εκκεντρικόσ ,
- φρικτόσ ,
- φρικιό ,
- φλάκε ,
- νιφάδα ,
- γκόντσο ,
- εκτός τοίχου ,
- εξωφρενικόσ ,
- εξωτερικόσ