Translation meaning & definition of the word "flair" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αστείος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flair
[Φλερτ]/flɛr/
noun
1. A natural talent
- "He has a flair for mathematics"
- "He has a genius for interior decorating"
- synonym:
- flair ,
- genius
1. Ένα φυσικό ταλέντο
- "Έχει μια αίσθηση για τα μαθηματικά"
- "Έχει μια ιδιοφυΐα για την εσωτερική διακόσμηση"
- συνώνυμο:
- φλερτ ,
- ιδιοφυΐα
2. Distinctive and stylish elegance
- "He wooed her with the confident dash of a cavalry officer"
- synonym:
- dash ,
- elan ,
- flair ,
- panache ,
- style
2. Διακριτική και κομψή κομψότητα
- "Την περιπλανήθηκε με την αυτοπεποίθηση ενός αξιωματικού του ιππικού"
- συνώνυμο:
- ταμπλό ,
- έλαν ,
- φλερτ ,
- παναχαϊδεύω ,
- στυλ
3. A shape that spreads outward
- "The skirt had a wide flare"
- synonym:
- flare ,
- flair
3. Ένα σχήμα που εξαπλώνεται προς τα έξω
- "Η φούστα είχε μια ευρεία φωτιά"
- συνώνυμο:
- φλόγα ,
- φλερτ