Translation meaning & definition of the word "flagrant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιβλαβής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Flagrant
[Σημαιοφόροσ]/flegrənt/
adjective
1. Conspicuously and outrageously bad or reprehensible
- "A crying shame"
- "An egregious lie"
- "Flagrant violation of human rights"
- "A glaring error"
- "Gross ineptitude"
- "Gross injustice"
- "Rank treachery"
- synonym:
- crying(a) ,
- egregious ,
- flagrant ,
- glaring ,
- gross ,
- rank
1. Εμφανώς και εξωφρενικά κακό ή κατακριτέο
- "Ντροπή που κλαίει"
- "Ένα απεχθές ψέμα"
- "Μεγάλη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων"
- "Ένα αποτρόπαιο λάθος"
- "Ακατάπαυστη ανικανότητα"
- "Ακατέργαστη αδικία"
- "Προδοσία"
- συνώνυμο:
- κλαίγ(Α) ,
- εξωφρενικόσ ,
- επισημαίνων ,
- αποτροπιάζω ,
- ακαθάριστοσ ,
- βαθμολογώ
Examples of using
They stated that it was a flagrant violation of international law.
Δήλωσαν ότι ήταν μια κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου.