Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "fixture" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρόσμειξη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Fixture

[Φωτιστικό]
/fɪksʧər/

noun

1. An object firmly fixed in place (especially in a household)

    synonym:
  • fixture

1. Ένα αντικείμενο σταθερά στη θέση του (ειδικά σε ένα νοικοκυριό)

    συνώνυμο:
  • προσάρτημα

2. A regular patron

  • "An habitue of the racetrack"
  • "A bum who is a central park fixture"
    synonym:
  • regular
  • ,
  • habitue
  • ,
  • fixture

2. Ένας τακτικός προστάτης

  • "Μια συνήθεια της πίστας"
  • "Ένας αλήτης που είναι ένα προσάρτημα του σέντραλ παρκ"
    συνώνυμο:
  • τακτικός
  • ,
  • συνήθεια
  • ,
  • προσάρτημα

3. The quality of being fixed in place as by some firm attachment

    synonym:
  • fastness
  • ,
  • fixedness
  • ,
  • fixity
  • ,
  • fixture
  • ,
  • secureness

3. Η ποιότητα του σταθερού στη θέση του όπως από κάποια σταθερή προσκόλληση

    συνώνυμο:
  • σταθερότητα
  • ,
  • προσάρτημα
  • ,
  • ασφάλεια

4. The act of putting something in working order again

    synonym:
  • repair
  • ,
  • fix
  • ,
  • fixing
  • ,
  • fixture
  • ,
  • mend
  • ,
  • mending
  • ,
  • reparation

4. Η πράξη της επαναφοράς κάτι στην τάξη λειτουργίας

    συνώνυμο:
  • επισκευή
  • ,
  • διορθώνω
  • ,
  • στερέωση
  • ,
  • προσάρτημα
  • ,
  • επιμελώ
  • ,
  • επιδιόρθωση
  • ,
  • επανόρθωση