Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "fixing" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στερέωση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Fixing

[Στερέωση]
/fɪksɪŋ/

noun

1. The act of putting something in working order again

    synonym:
  • repair
  • ,
  • fix
  • ,
  • fixing
  • ,
  • fixture
  • ,
  • mend
  • ,
  • mending
  • ,
  • reparation

1. Η πράξη της επαναφοράς κάτι στην τάξη λειτουργίας

    συνώνυμο:
  • επισκευή
  • ,
  • διορθώνω
  • ,
  • στερέωση
  • ,
  • προσάρτημα
  • ,
  • επιμελώ
  • ,
  • επιδιόρθωση
  • ,
  • επανόρθωση

2. Restraint that attaches to something or holds something in place

    synonym:
  • fastener
  • ,
  • fastening
  • ,
  • holdfast
  • ,
  • fixing

2. Αυτοσυγκράτηση που συνδέεται με κάτι ή κρατά κάτι στη θέση του

    συνώνυμο:
  • συνδετήρασ
  • ,
  • στερέωση
  • ,
  • παραφατικό

3. The sterilization of an animal

  • "They took him to the vet for neutering"
    synonym:
  • neutering
  • ,
  • fixing
  • ,
  • altering

3. Η αποστείρωση ενός ζώου

  • "Τον πήγαν στον κτηνίατρο για στείρωση"
    συνώνυμο:
  • στείρωση
  • ,
  • στερέωση
  • ,
  • αλλαγή

4. (histology) the preservation and hardening of a tissue sample to retain as nearly as possible the same relations they had in the living body

    synonym:
  • fixation
  • ,
  • fixing

4. (ιστολογία) η διατήρηση και η σκλήρυνση ενός δείγματος ιστού για να διατηρηθούν όσο το δυνατόν περισσότερο οι ίδιες σχέσεις που είχαν στο ζωντανό σώμα

    συνώνυμο:
  • σταθεροποίηση
  • ,
  • στερέωση

Examples of using

The aerial on our radio needs fixing.
Η εναέρια στο ραδιόφωνό μας χρειάζεται στερέωση.
Ted is good at fixing watches.
Ο Τεντ είναι καλός στη στερέωση ρολογιών.
Tom is fixing the refrigerator.
Ο Τομ φτιάχνει το ψυγείο.